ζυμωτήριο

ζυμωτήριο
ζυμωτήριο, το και ζυμωτήρι, το
1. σκάφη για το ζύμωμα.
2. μηχάνημα που ζυμώνει το αλεύρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζυμωτήριο — το 1. σκάφη ζυμώματος 2. ζυμωτική μηχανή, μηχάνημα με το οποίο γίνεται η ανάμιξη και η μάλαξη τής ζύμης τού ψωμιού ή άλλης ζυμοειδούς μάζας 3. το εργοστάσιο ή το τμήμα τού εργοστασίου όπου γίνεται η ζύμωση αλεύρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω. Η λ. στον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”